- μεγιστοποιώ
- καθιστώ κάτι μέγιστο, αυξάνω κάτι στον μέγιστο βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μεγιστοποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγιστοποιώ — μεγιστοποιώ, μεγιστοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεγιστοποίηση — η [μεγιστοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγιστοποιώ … Dictionary of Greek